συφιλιδικός

συφιλιδικός
η , ό[ν] сифилитический; больной сифилисом

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "συφιλιδικός" в других словарях:

  • συφιλιδικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σύφιλη 2. (το αρσ. και το θηλ, ως ουσ.) ο συφιλιδικός, η συφιλιδική αυτός που πάσχει από σύφιλη 3. αυτός που προκαλείται από σύφιλη («συφιλιδικό εξάνθημα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < σύφιλη. Η λ. μαρτυρείται από… …   Dictionary of Greek

  • συφιλιδικός — ή, ό 1. αυτός που έχει προσβληθεί από σύφιλη. 2. αυτός που αναφέρεται στη σύφιλη: Συφιλιδικό έλκος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»